Δαρεικῶν

Δαρεικῶν
Δᾱρεικῶν , Δαρεικός
dariku
fem gen pl
Δᾱρεικῶν , Δαρεικός
dariku
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαρεικῶν — δᾱρεικῶν , Δαρεικός dariku fem gen pl δᾱρεικῶν , Δαρεικός dariku masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”